SΤΟΙΧΗΜΕΙΑ

Ένα ιστολόγιο γνώσης και μύησης στα επιστημονικά μυστικά του στοιχήματος. Γιατί το στοίχημα δεν είναι απλά ένα παιχνίδι τύχης, αλλά ένα μαθηματικό παίγνιο. Όσοι το αντιλαμβάνονται, είναι ένα τουλάχιστον βήμα μπροστά από τους υπολοίπους...

18 Ιουλίου 2020

Η Υποκειμενικότητα της Γκανιότας




Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, ότι η γκανιότα των στοιχηματικών εταιριών είναι διαφορετική για κάθε στοιχηματικό σημείο, σύμφωνα πάντα με τις πιθανότητες επαλήθευσης του. Είδαμε πως και γιατί η γκανιότα των εταιριών, αυξομειώνεται για κάθε σημείο ξεχωριστά, αντιστρόφως ανάλογα με τις πιθανότητες του. Αυτή η γνώση οδηγεί την σκέψη μας ένα βήμα παρακάτω, όσον αφορά την γκανιότα των εταιριών.

Ο καθένας ορίζει τις πιθανότητες επαλήθευσης των μελλούμενων, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια και σύμφωνα με τις δικές του υπολογιστικές μεθόδους, οπότε οι πιθανότητες για κάθε στοιχηματικό σημείο διαφέρουν για τον καθένα. Κάποιοι στους υπολογισμούς τους, λαμβάνουν υπόψιν δεδομένα τα οποία άλλοι τα αγνοούν και αυτό οδηγεί σε διαφορετικά πορίσματα. Για τον καθένα ξεχωριστά, ενδέχεται οι υπολογισμοί που αφορούν την κατανομή πιθανοτήτων, να ανταποκρίνονται πολύ, λιγότερο, ή ελάχιστα στην πραγματικότητα. Οι πιθανότητες είναι σε κάθε περίπτωση υποκειμενικές, άρα το ίδιο υποκειμενική είναι και η γκανιότα που εφαρμόζεται από τις εταιρίες πάνω σε κάθε στοιχηματικό σημείο. Μπορεί η γκανιότα να είναι ορθά κατανεμημένη στα σημεία ή όχι, όπως ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την κατανομή των πιθανοτήτων στα σημεία. Για παράδειγμα, αν μία εταιρία αποδίδει λανθασμένα σε κάποια σημεία περισσότερες πιθανότητες απ’ όσες ορθά τους αναλογούν, τότε εξίσου λανθασμένα μειώνει και το μέγεθος της αναλογικής γκανιότας που εφαρμόζει επάνω τους. Αν απ’ την άλλη αποδίδει λανθασμένα σε αυτά, λιγότερες πιθανότητες απ’ όσες ορθά τους αναλογούν, τότε αυξάνει επίσης λανθασμένα την αναλογική γκανιότα που εφαρμόζει επάνω τους.

Βέβαια οι στοιχηματικές εταιρίες, εκτός όλων των άλλων στατιστικών παραγόντων, κατανέμουν τις πιθανότητες των στοιχηματικών σημείων και σύμφωνα με τον τζίρο που αναμένεται πως θα δεχτούν, ή που δέχονται σε κάθε σημείο. Για τις στοιχηματικές εταιρίες ο τζίρος μεταφράζεται σε πιθανότητες επαλήθευσης, όμως αυτό αφορά περισσότερο τις ίδιες τις εταιρίες και λιγότερο τον παίχτη. Ο παίχτης του στοιχήματος αγοράζει τις αποδόσεις κάποιων σημείων, αλλά επί της ουσίας του είναι αδιάφορος ο τζίρος που δέχτηκε η εταιρία. Αυτό που ενδιαφέρει κατά βάση τον παίχτη, είναι αν οι αποδόσεις των σημείων που αγοράζει, ανταποκρίνονται στις πιθανότητες που αυτός υπολόγισε για τα συγκεκριμένα σημεία. Αν οι αποδόσεις των σημείων είναι μεγαλύτερες απ’ όσο αναλογούν στις πιθανότητες που υπολόγισε ο παίχτης γι’ αυτά, τότε υπάρχει στοιχηματική αξία και τον συμφέρει να ποντάρει σε αυτά. Αν πάλι η αποδόσεις των σημείων είναι μικρότερες απ’ όσο αναλογούν στις πιθανότητες που υπολόγισε και δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό ρίσκο που θεωρεί πως έχουν, τότε η στοιχηματική αξία εξανεμίζεται και γίνεται ασύμφορο για τον παίχτη να ποντάρει σε αυτά τα σημεία.

Για παράδειγμα, αν ένας παίχτης υπολόγισε πως οι πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης κάποιου σημείου είναι 50%, τότε η αντικειμενική απόδοση για αυτό το σημείο πρέπει να είναι 2,00. Αν ο παίχτης βρει και αγοράσει αυτό το σημείο με απόδοση 2,00, τότε αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι ποντάρει πάνω του με μηδενική γκανιότα. Αν βρει και αγοράσει αυτό το σημείο με απόδοση 2,10, τότε αυτό σημαίνει επί της ουσίας ότι ποντάρει πάνω του με αρνητική γκανιότα. Αν επίσης για ένα άλλο σημείο ο παίχτης υπολόγισε 70% πιθανότητες επαλήθευσης, αυτό σημαίνει πως η αντικειμενική απόδοση γι’ αυτό είναι 1,43. Αν ο παίχτης βρει και αγοράσει αυτό το σημείο σε απόδοση 1,60 αυτό σημαίνει πως επί της ουσίας θα ποντάρει πάνω του με αρνητική γκανιότα. Σε κάποια άλλη περίπτωση ενδέχεται ο παίχτης να υπολογίσει πως μία ομάδα είναι ελαφρύ φαβορί για νίκη με 40% πιθανότητες επαλήθευσης, κάτι που σημαίνει αντικειμενική απόδοση 2,50, όμως μπορεί να βρει και να αγοράσει αυτό το σημείο από κάποια εταιρία με απόδοση αουτσάιντερ 3,20, κάτι που σημαίνει πως θα ποντάρει και πάλι με αρνητική γκανιότα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο παίχτης εκμηδενίζει εντελώς για λογαριασμό του την γκανιότα της στοιχηματικής εταιρίας, όποια και αν είναι αυτή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η όποια γκανιότα της στοιχηματικής εταιρίας είναι ουσιαστικά αδιάφορη για τον παίχτη, εφόσον βρίσκει αυτό που θέλει να αγοράσει σε αντικειμενική για αυτόν τιμή ή ακόμη και σε πολύ καλύτερη τιμή απ’ όσο υπολόγισε.

Βέβαια όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όλα αυτά ισχύουν υπό μία βασική προϋπόθεση, ότι όντως οι πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης για τα συγκεκριμένα αυτά σημεία που ενδιαφέρουν τον παίχτη, είναι αντίστοιχα 50%, ή 70% ή 40% κλπ. Όλα αυτά ισχύουν όταν όντως οι επαληθεύσεις των γεγονότων ανταποκρίνονται στις τιμές που υπολόγισε ο παίχτης, για παράδειγμα αν στα 100 παρόμοια συμβάντα με πιθανότητες 50%, επαληθευτούν περί τα 50. Και πως θα ξέρει ένας παίχτης ότι οι πιθανότητες που υπολογίζει για τα σημεία είναι σωστές και ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Στο στοίχημα και στην στατιστική όλα μετρώνται στο σύνολο και σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει πως ο μεθοδικός παίχτης κρατάει λεπτομερές αρχείο για τους υπολογισμούς του και για την κατανομή πιθανοτήτων που κάνει. Έτσι θα μπορεί να ελέγχει τι ποσοστά επαλήθευσης είχαν τα συμβάντα που τους απέδωσε εκ των προτέρων 40%, ή 50%, ή 70% πιθανότητες. Αυτό που σε κάθε περίπτωση πρέπει να απασχολεί αυτόν που πιθανολογεί, είναι οι υπολογισμοί του στο σύνολο τους να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο την πραγματικότητα και να βρίσκει τρόπους ώστε να βελτιώνει συνεχώς την αντιστοιχία τους με την πραγματικότητα.

Ο μεθοδικός παίχτης δεν επαναπαύεται απλά στις πιθανότητες που υπολόγισαν και που πουλάνε οι εταιρίες σύμφωνα με τον τζίρο που δέχονται στα διάφορα σημεία, καθώς ο τζίρος που θα δεχτεί ένα στοιχηματικό σημείο δεν αποτελεί βασικό κριτήριο για τις πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης του. Ο μεθοδικός παίχτης είναι επί της ουσίας ένας στατιστικολόγος, ένας odd compiler ο οποίος υπολογίζει μόνος του τις πιθανότητες προτού αγοράσει σημεία από τις εταιρίες. Ο μεθοδικός παίχτης είναι σε θέση να διακρίνει με βάση την στατιστική, πότε οι στοιχηματικές εταιρίες προσφέρουν σωστές ή λάθος αποδόσεις και που υπάρχει στοιχηματική αξία. Δεν τρομάζει ούτε από τις μεγάλες αποδόσεις ούτε από την γκανιότα των εταιριών, γιατί γνωρίζει πως μπορεί να την υπερβεί και να την εκμηδενίσει προς όφελος του. Βλέπουμε λοιπόν πως όλα είναι υποκειμενικά, ακόμη και η γκανιότα. Οι αποδόσεις, οι πιθανότητες και η τελική τους επαλήθευση, συναρτώνται μεταξύ τους για να καθορίσουν σε βάθος χρόνου το κέρδος ή την χασούρα, για να καθορίσουν την πραγματική γκανιότα για το κάθε σημείο ξεχωριστά αλλά και για τον κάθε παίχτη εξατομικευμένα.

28 Σεπτεμβρίου 2019

Η Αναλογική Γκανιότα στο Στοίχημα (Γκανιότα Σημείων)



Το ζήτημα της γκανιότας, έχει απασχολήσει κατά καιρούς όσους ασχολούνται με το στοίχημα. Γκανιότα στο στοίχημα, ονομάζουμε το ψαλίδισμα των στοιχηματικών αποδόσεων και κατά συνέπεια το ψαλίδισμα των πιθανών κερδών για τους παίχτες, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ένα πάγιο κέρδος για την στοιχηματική εταιρία. Αυτό είναι εν γένει γνωστό, όπως επίσης γνωστός είναι κι ο τρόπος, με τον οποίο μπορούμε να βρούμε το μέγεθος της Ονομαστικής Γκανιότας που εφαρμόζει μια στοιχηματική εταιρία, στα σετ αποδόσεων που προσφέρει στους παίχτες. Αυτό που λίγοι γνωρίζουν, είναι πως η γκανιότα δεν παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία ενός στοιχηματικού σετ, αλλά το μέγεθος της διαφοροποιείται από σημείο σε σημείο. Διαφορετική γκανιότα εφαρμόζεται στον άσσο (1), διαφορετική γκανιότα στην ισοπαλία (Χ) και διαφορετική γκανιότα στο διπλό (2). Γιατί όμως αυξομειώνεται η γκανιότα από σημείο σε σημείο και πως ακριβώς υπολογίζεται το μέγεθος αυτής της διαφοροποίησης; Υπάρχουν 3 βασικοί λόγοι που χρειάζεται να γίνει αυτό. Ας εξετάσουμε πως έχουν τα πράματα, ώστε να βρούμε τις απαντήσεις…

Όλα στο στοίχημα διαμορφώνονται απ’ τα μαθηματικά. Για κάθε στοιχηματικό σημείο, υπολογίζονται συγκεκριμένες πιθανότητες επαλήθευσης, στις οποίες αντιστοιχούν κι οι ανάλογες πιθανότητες διάψευσης. Οι αποδόσεις των στοιχηματικών σημείων, προκύπτουν πρωτίστως απ’ τις πιθανότητες επαλήθευσης που υπολογίστηκαν γι’ αυτά. Όσο περισσότερες οι πιθανότητες επαλήθευσης ενός σημείου, τόσο μικρότερη απόδοση έχει, κι αντίστοιχα, όσο λιγότερες οι πιθανότητες τόσο μεγαλώνει η απόδοση του. Ο παίχτης του στοιχήματος, αγοράζοντας τις διάφορες αποδόσεις στοιχηματικών σημείων, ουσιαστικά αγοράζει τις πιθανότητες που υπολογίστηκαν γι’ αυτά και μαζί με τις πιθανότητες επαλήθευσης παίρνει και το ανάλογο ρίσκο της διάψευσης γι’ αυτές.

Απ’ την μεριά της η στοιχηματική εταιρία, παίρνει κι αυτή επίσης το ρίσκο που της αναλογεί, για τις αποδόσεις που πουλάει στους παίχτες. Όσο μικρότερες είναι οι αποδόσεις των σημείων που πουλάει, τόσο μικρότερο αντίτιμο αναλογικά με το ποντάρισμα θα καταβάλει στους πιθανούς νικητές που θα τα επιλέξουν, ενώ όσο μεγαλώνουν οι αποδόσεις των σημείων, τόσο μεγαλύτερο αντίτιμο αναλογικά με το ποντάρισμα θα καταβάλει στους πιθανούς νικητές. Αν συνυπολογίσουμε και τις περιπτώσεις πολλαπλασιασμού των πιθανών κερδών, μέσω της επιλογής από ορισμένους παίχτες παραπάνω του ενός σημείου σε παρολί, τότε στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων, το αντίτιμο που θα κληθεί να καταβάλει μια εταιρία στους πιθανούς νικητές, διογκώνεται δυσθεώρητα κατ’ αναλογία με το ποντάρισμα. Μπορεί δηλαδή, μια εταιρία να κληθεί να καταβάλει ένα πολύ υψηλό τίμημα, σε έναν ή περισσότερους παίχτες, που πόνταραν ελάχιστα χρήματα σε μερικά σημεία με μεγάλες αποδόσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενώ οι παίχτες ρισκάρουν να χάσουν ελάχιστα χρήματα, η εταιρία που δέχεται τα στοιχήματα τους, ρισκάρει να πληρώσει πάρα πολλά. Έτσι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το ρίσκο γέρνει εις βάρος της στοιχηματικής εταιρίας, γιατί έστω και στις ελάχιστες φορές επαλήθευσης τέτοιων περιπτώσεων, το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει η εταιρία, θα είναι ενδεχομένως τεράστιο αναλογικά με τα χρήματα που έλαβε από τους παίχτες.

Κάπου εδώ να πούμε, πως το πραγματικό κέρδος μιας στοιχηματικής εταιρίας από κάποιον παίχτη, προκύπτει τις φορές που ο παίχτης θα χάσει, όχι τις φορές που αυτός θα κερδίσει. Ένας παίχτης που ποντάρει τα χρήματα του σε πολύ μικρές αποδόσεις, ρισκάρει πολλά για να κερδίσει λίγα, με πολλές όμως πιθανότητες επιτυχίας. Τις φορές που αυτός ο παίχτης θα κερδίσει, η εταιρία θα έχει μια μικρή χασούρα απ’ αυτόν, άλλα όταν αυτός χάσει η εταιρία θα κερδίσει πάρα πολλά απ’ αυτόν. Το αντίθετο συμβαίνει, με κάποιον παίχτη που ποντάρει τα χρήματα του σε πολύ μεγάλες αποδόσεις, ρισκάρει λίγα για να κερδίσει πολλά, με λίγες όμως πιθανότητες επιτυχίας. Τις φορές που αυτός ο παίχτης θα χάσει (οι οποίες ασφαλώς θα είναι πολύ περισσότερες) η εταιρία θα έχει ένα μικρό κέρδος απ’ αυτόν, όμως τις φορές ή την φορά που αυτός ο παίχτης θα κερδίσει, η εταιρία θα έχει μεγάλη χασούρα απ’ αυτόν.

Για τις στοιχηματικές εταιρίες λοιπόν, ισχύει ό,τι και για τους παίχτες, μικρές οι αποδόσεις των σημείων – μικρό το ρίσκο, μεγάλες οι αποδόσεις των σημείων – μεγάλο το ρίσκο. Έχοντας λοιπόν κατά νου αυτήν την κατανομή του ρίσκου για τις στοιχηματικές εταιρίες, κατανοούμε ότι ένα βασικό μέλημα των εταιριών είναι να υπολογίσουν με κάποιο τρόπο αυτό το ρίσκο και σε κάθε περίπτωση να καλυφθούν από αυτό. Δηλαδή οι εταιρίες από μέρους τους, χρειάζεται με κάποιον τρόπο να περιορίσουν την πιθανή ζημία στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων. Πως θα το καταφέρουν αυτό; Η απάντηση είναι σχεδόν προφανής: Ψαλιδίζοντας τις μεγάλες αποδόσεις περισσότερο από τις μικρές και αυτό το επιτελούν μέσω της εφαρμογής Αναλογικής Γκανιότας σε κάθε σημείο ξεχωριστά.

Τι είναι λοιπόν Αναλογική Γκανιότα; Ποια είναι η διαφορά της Αναλογικής Γκανιότας από την Ονομαστική και πως αυτή λειτουργεί; Πολύ απλά, η Ονομαστική Γκανιότα παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία ενός στοιχηματικού σετ, ενώ η Αναλογική Γκανιότα αυξομειώνεται ξεχωριστά για κάθε στοιχηματικό σημείο και αντιστρόφως ανάλογα με τις πιθανότητες επαλήθευσης του. Το σύστημα λειτουργεί ακριβώς όπως και τα ασφάλιστρα υψηλού και χαμηλού ρίσκου, όπου τα ασφάλιστρα αυξομειώνονται ανάλογα με το ρίσκο της εκάστοτε ασφάλισης. Στην προκειμένη περίπτωση του στοιχήματος, όσο περισσότερες πιθανότητες επαλήθευσης έχει ένα σημείο, τόσο μειώνεται το ρίσκο και κατά συνέπεια το μέγεθος της γκανιότας που εφαρμόζεται πάνω του, ενώ όσο λιγότερες πιθανότητες έχει, τόσο μεγαλώνει το ρίσκο και κατά συνέπεια το μέγεθος της γκανιότας του. Οπότε στα σημεία με πολλές πιθανότητες επαλήθευσης, οι εταιρίες εφαρμόζουν αναλογικά μικρότερη γκανιότα απ’ την ονομαστική, ενώ αντίθετα στα σημεία με λίγες πιθανότητες επαλήθευσης εφαρμόζουν αναλογικά μεγαλύτερη γκανιότα.

Μόνο στις περιπτώσεις που οι πιθανότητες επαλήθευσης κάθε σημείου είναι ίσες, εφαρμόζεται σε αυτά ισοσκελώς η ίδια γκανιότα, δηλαδή η Ονομαστική Γκανιότα. Αυτό το σημείο όπου οι πιθανότητες των στοιχηματικών σημείων ισορροπούν και κατά συνέπεια ισορροπεί κι η γκανιότα, ονομάζεται σημείο ισορροπίας του σετ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτό το σημείο ισορροπίας των πιθανοτήτων, είναι το 50% για ένα σετ 2 ενδεχόμενων, το 33,3% για ένα σετ 3 ενδεχόμενων, το 25% για ένα σετ 4 ενδεχόμενων και ούτω καθ’ εξής. Κάθε απόκλιση των πιθανοτήτων απ' το σημείο ισορροπίας του σετ, προκαλεί αυτομάτως μια αντιστρόφως ανάλογη απόκλιση της γκανιότας από την ονομαστική της τιμή και αυτή η απόκλιση εφαρμόζεται ξεχωριστά στα εκάστοτε σημεία. Είναι όμως αξιοσημείωτο, ότι παρ’ όλες τις μικρές ή μεγάλες διακυμάνσεις, των τιμών της αναλογικής γκανιότας από σημείο σε σημείο, η συνολική της τιμή για ολόκληρο το σετ αποδόσεων εξακολουθεί να παραμένει στην αρχική τιμή της ονομαστικής γκανιότας.

Η Αναλογική Γκανιότα που εφαρμόζεται πάνω σε σημεία με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, μπορεί να είναι ακόμη και χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την ονομαστική γκανιότα, καθώς η μεταβολή της είναι εκθετική. Αυτή είναι η αιτία, που ορισμένα εξαιρετικά σπάνια ενδεχόμενα με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, εμφανίζονται από τις στοιχηματικές εταιρίες με αποδόσεις που αντιστοιχούν σε πολύ περισσότερες πιθανότητες από τις πραγματικές. Η Αναλογική Γκανιότα είναι ο λόγος που δεν πρόκειται ποτέ και σε καμία στοιχηματική εταιρία, να βρούμε σημεία με μηδαμινές πιθανότητες να προσφέρονται με αποδόσεις που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους πιθανότητες, διότι σε ορισμένα στοιχηματικά σημεία εφαρμόζεται Αναλογική Γκανιότα κατά χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την Ονομαστική. Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποια εξαιρετικά σπάνια σκορ αγώνων, που αναλόγως με την στατιστική τους εμφάνιση, θα έπρεπε να προσφέρονται με αποδόσεις που να προσεγγίζουν το 200.000 προς 1, όμως όσο και αν ψάξουμε δεν πρόκειται να τα βρούμε με απόδοση μεγαλύτερη από 500 προς 1. Οπότε γίνεται αντιληπτό, πως η Αναλογική Γκανιότα των στοιχηματικών εταιριών, καθιστά αποτρεπτικό έως και ανόητο το ποντάρισμα σημείων με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, αφού πέρα από την τεράστια σπανιότητα επαλήθευσης τους, οι αποδόσεις που αυτά προσφέρονται από τις εταιρίες δεν αντιστοιχεί επ' ουδενί στις πραγματικές τους πιθανότητες.

Ένας βασικότατος επίσης λόγος, για τη χρήση αναλογικής γκανιότας απ’ τις στοιχηματικές εταιρίες, είναι καθαρά λειτουργικός. Μερικές φορές, όταν οι πιθανότητες επαλήθευσης που προκύπτουν για τα στοιχηματικά υπερφαβορί είναι πάρα πολλές (συνήθως πάνω από 92%), τότε η ύπαρξη της ονομαστικής γκανιότας μας δίνει γι’ αυτά τα σημεία απόδοση μικρότερη απ’ την μονάδα, πράγμα απαγορευτικό για την τιμολόγηση τους. Αναγκαστικά λοιπόν, για τέτοιου είδους σημείων-υπερφαβορί, χρειάζεται οπωσδήποτε να ψαλιδιστεί κατά πολύ η γκανιότα που εφαρμόζεται πάνω τους, για να δώσουν αποδόσεις έστω και λίγο πάνω από την μονάδα, ώστε αυτά να μπορέσουν να βγουν στην στοιχηματική αγορά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η Αναλογική Γκανιότα είναι αυτή που διασφαλίζει, πως ακόμη και για τα στοιχηματικά υπερφαβορί με πάρα πολλές πιθανότητες επαλήθευσης, θα προκύψουν αποδόσεις πάνω απ’ την μονάδα ώστε να μπορέσουν να βγουν στην στοιχηματική αγορά, ειδάλλως δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην αγορά με αποδόσεις χαμηλότερες της μονάδας.

Τέλος, ένας επίσης βασικός λόγος, για την χρήση της αναλογικής γκανιότας απ’ τις εταιρίες, είναι ο τζίρος που δέχονται τα στοιχηματικά σημεία, καθώς όπως είναι αναμενόμενο, τα σημεία με λίγες πιθανότητες επαλήθευσης δέχονται πολύ μικρότερο τζίρο, απ’ τα σημεία με πολλές πιθανότητες. Όπως μπορούμε βάσιμα να συμπεράνουμε, ο τζίρος που δέχονται τα στοιχηματικά σημεία είναι περίπου ανάλογος με τις πιθανότητες επαλήθευσης τους. Πολλές οι πιθανότητες επαλήθευσης ενός στοιχηματικού σημείου– μεγάλος ο τζίρος που θα δεχτεί το σημείο, λίγες οι πιθανότητες επαλήθευσης – μικρός ο τζίρος για το σημείο. Αυτό σημαίνει, ότι δημιουργείται σημαντικό χάσμα ανάμεσα στο κέρδος που αφήνουν τα διάφορα στοιχηματικά σημεία, ανάλογο με το χάσμα των πιθανοτήτων τους, κι αυτό το χάσμα χρειάζεται να ισοσκελιστεί με κάποιον τρόπο. Ο τρόπος ισοσκελισμού τους, είναι η Αναλογική Γκανιότα. Η αναλογική γκανιότα, μειώνει για την στοιχηματική εταιρία το ποσοστιαίο κέρδος που αφήνουν τα σημεία που δέχονται μεγάλο τζίρο, ενώ συνάμα αυξάνει το ποσοστιαίο κέρδος απ’ τα σημεία που δέχονται μικρό τζίρο. Έτσι ισομερίζεται κάπως το κέρδος της εταιρίας απ’ τις διάφορες επιλογές –εμπορικές ή μη– που πωλούνται στους παίχτες. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό και απ’ την τιμολόγηση ολόκληρων των διοργανώσεων, καθώς παρατηρούμε ότι οι διοργανώσεις με μεγάλη εμπορικότητα έχουν χαμηλότερη γκανιότα, από άλλες λιγότερο εμπορικές διοργανώσεις. Οπότε η μεθοδολογία τιμολόγησης των στοιχηματικών σημείων, υπακούει πιστά στους νόμους της αγοράς, καθώς οι εταιρίες εν γένει μειώνουν το ποσοστιαίο κέρδος τους από τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης που κάνουν μεγάλους τζίρους, ενώ αντίθετα, αυξάνουν το ποσοστιαίο κέρδος τους από προϊόντα που δεν έχουν μεγάλη εμπορικότητα και κάνουν μικρούς τζίρους με μεγαλύτερο μάλιστα ρίσκο, ώστε να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα για αυτές το να τα εμπορεύονται.

Αφού είδαμε λοιπόν, τους 3 βασικούς λόγους για την αναγκαιότητα χρήσης αναλογικής γκανιότας απ’ τις στοιχηματικές εταιρίες, πάμε τώρα να δούμε επί του πρακτέου, πως ακριβώς υπολογίζεται από τις εταιρίες το μέγεθος της διαφοροποιημένης γκανιότας για κάθε σημείο ξεχωριστά. Η Αναλογική Γκανιότα (ΑΓ) ξεχωριστά για κάθε στοιχηματικό σημείο, προκύπτει απ’ τον υπολογιστικό τύπο ΑΓ=1+{(Γ-1)×(Ι÷Π)}. Το Γ είναι η Ονομαστική Γκανιότα του σετ αποδόσεων, το Π είναι οι πιθανότητες του σημείου και το Ι είναι το σημείο ισορροπίας του σετ αποδόσεων. Το σημείο ισορροπίας του σετ, είναι πάντοτε ανάλογο με τον αριθμό των ενδεχόμενων που περιλαμβάνει, οπότε για ένα σετ 2 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷2) = 0,50, για ένα σετ 3 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷3) = 0,33, για ένα σετ 4 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷4) = 0,25, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι, ενώ στην απλή κατανομή της Ονομαστικής Γκανιότας (Γ) όπου η τιμή της παραμένει σταθερή, ο τύπος που εφαρμόζεται για κάθε στοιχηματικό σημείο είναι (1÷Π)÷Γ, όσον αφορά την κατανομή της Αναλογικής Γκανιότας (ΑΓ) ο τύπος που εφαρμόζεται είναι (1÷Π)÷ΑΓ.

Ας δούμε τώρα μ’ ένα παράδειγμα, τις διαφορές στον τρόπο υπολογισμού και κυρίως στα αποτελέσματα που προκύπτουν, αφενός από την Ονομαστική Γκανιότα και αφετέρου από την Αναλογική Γκανιότα. Έστω λοιπόν, πως έχουμε ένα στοιχηματικό σετ 3 ενδεχομένων (1-Χ-2), όπου ο άσσος (1) έχει 87% πιθανότητες, η ισοπαλία (Χ) έχει 10% πιθανότητες και το διπλό (2) έχει 3% πιθανότητες, ενώ το μέγεθος της Ονομαστικής Γκανιότας είναι 105,0%. Κατ’ αρχήν θα υπολογίσουμε τις καθαρές αποδόσεις των σημείων, δίχως τη μεσολάβηση καμίας γκανιότας. Έπειτα θα υπολογίσουμε τις αποδόσεις με την ισότιμη κατανομή της Ονομαστικής Γκανιότας, όπου η γκανιότα παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία και κατόπιν θα υπολογίσουμε τις αποδόσεις με την κυμαινόμενη κατανομή της Αναλογικής Γκανιότας, όπου η γκανιότα διαφοροποιείται από σημείο σε σημείο. Τέλος, θα επαληθεύσουμε, πως παρά τις όποιες διακυμάνσεις της αναλογικής γκανιότας από σημείο σε σημείο, η συνολική της τιμή για ολόκληρο το σετ αποδόσεων, εξακολουθεί να παραμένει στην αρχική τιμή της ονομαστικής γκανιότας.

Υπολογισμός Καθαρών Αποδόσεων

Απόδοση Άσου (1)           ►  1 ÷ 0,87  = 1,15

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)   ►  1 ÷ 0,10  = 10,00

Απόδοση Διπλού (2)        ►  1 ÷ 0,03  = 33,33

Υπολογισμός Αποδόσεων με Σταθερή Ονομαστική Γκανιότα

Απόδοση Άσου (1)           ►  (1 ÷ 0,87) ÷ 1,050  = 1,09

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)   ►  (1 ÷ 0,10) ÷ 1,050  = 9,52

Απόδοση Διπλού (2)        ►  (1 ÷ 0,03) ÷ 1,050  = 31,75

Υπολογισμός Αναλογικής Γκανιότας Ξεχωριστά Για Κάθε Σημείο & Αποδόσεις Σημείων

Αναλογική Γκανιότα Άσου (1)          ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,87)} = 101,9%

Αναλογική Γκανιότα Ισοπαλίας (Χ)  ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,10)} = 116,7%

Αναλογική Γκανιότα Διπλού (2)       ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,03)} = 155,6%

Απόδοση Άσσου (1)          ►  (1 ÷ 0,87) ÷ 1,019 = 1,13

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)    ►  (1 ÷ 0,10) ÷ 1,167 = 8,57

Απόδοση Διπλού (2)         ►  (1 ÷ 0,03) ÷ 1,556 = 21,43

Επαλήθευση Ονομαστικής Γκανιότας του Σετ Αποδόσεων

100 ÷ 1,13 = 88,67%

100 ÷ 8,57 = 11,67%

100 ÷ 21,43 = 4,67%

88,67 + 11,67 + 4,67 = 105,00% Γκανιότα

Σύγκριση Γκανιότας & Αποδόσεων

                                                           ΓΚΑΝΙΟΤΕΣ                                      ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ

                                                   1              Χ              2                     1               Χ               2

Χωρίς Γκανιότα                ►        −              −              −                   1,15          10,00        33,33

Με Ονομαστική Γκανιότα  ►    105,0%    105,0%    105,0%              1,09           9,52         31,75

Με Αναλογική Γκανιότα    ►    101,9%    116,7%    155,6%              1,13           8,57         21,43

Συνοψίζοντας λοιπόν το ζήτημα της γκανιότας και σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, γίνεται κατανοητό πως οι στοιχηματικές εταιρίες προτιμούν να περικόψουν τα ποσοστά του κέρδους τους (γκανιότα) από τις μικρές αποδόσεις που έτσι κ’ αλλιώς δέχονται μεγαλύτερο τζίρο και να διογκώσουν τα ποσοστά του κέρδους τους (γκανιότα) από τις μεγάλες αποδόσεις που δέχονται αναλογικά πολύ μικρότερο τζίρο. Εφαρμόζοντας λοιπόν οι εταιρίες την τακτική της Αναλογικής Γκανιότας, επιδιώκουν να ισοσκελίσουν τα κέρδη τους απ’ τα διάφορα σημεία, που δέχονται εκ φύσεως διαφορετικό τζίρο. Πρωτίστως όμως, επιδιώκουν να περιορίσουν το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις των παρολί με μεγάλες αποδόσεις. Τέλος, υπάρχει κι ο καθαρά λειτουργικός λόγος για την χρήση της αναλογικής γκανιότας, ώστε τα στοιχηματικά υπερφαβορί με ιδιαίτερα πολλές πιθανότητες επαλήθευσης (πάνω από 92%) να μπορέσουν να δώσουν αποδόσεις μεγαλύτερες απ’ την μονάδα, για να εμφανιστούν στην στοιχηματική αγορά.

Έχοντας πλέον αυτήν τη γνώση, μπορούμε να κατανοήσουμε, πως όσο μικρότερες αποδόσεις συναντούμε στις εταιρίες στοιχημάτων, τόσο οι τιμές τους είναι λιγότερο ψαλιδισμένες και προσεγγίζουν περισσότερο τις πιθανότητες επαλήθευσης που υπολόγισαν οι εταιρίες για τα αντίστοιχα σημεία, ενώ όσο οι αποδόσεις των σημείων μεγαλώνουν, τόσο μεγαλώνει και το ψαλίδισμα των οι τιμών τους, αποκλίνοντας αυτές δυσανάλογα από τις πραγματικές πιθανότητες που αποδόθηκαν απ’ τις εταιρίες. Παρατηρώντας λοιπόν το ζήτημα την Γκανιότας μέσα απ’ αυτό το νέο πρίσμα, εκ’ πρώτης όψεως φαίνεται πως είναι πιο συμφέρον για τον παίχτη να ποντάρει στα σημεία με τις μικρότερες αποδόσεις των στοιχηματικών σετ, γιατί όσο μικραίνουν οι αποδόσεις μικραίνει και το ψαλίδισμα τους και οι τιμές τους προσεγγίζουν περισσότερο τις πραγματικές πιθανότητες που υπολόγισαν οι εταιρίες για την επαλήθευση τους. Αυτό όμως είναι σχετικό, διότι όταν ο παίχτης αγοράζει από τις στοιχηματικές εταιρίες σημεία με μεγαλύτερες αποδόσεις απ’ ότι ο ίδιος θεωρεί κανονικό, ή σημεία με αποδόσεις αουτσάιντερ την στιγμή που ο ίδιος τα θεωρεί βάσιμα ως φαβορί, τότε η όποια γκανιότα εξανεμίζεται για λογαριασμό του παίχτη. Διότι σε τελική ανάλυση, η όποια γκανιότα υπόκειται στην υποκειμενικότητα, όπως ακριβώς και οι πιθανότητες που συνοδεύει.

13 Φεβρουαρίου 2019

Η Διαχείριση Του Στοιχηματικού Κεφαλαίου






Το ρίσκο είναι συνυφασμένο με το στοίχημα, αλλά και με την ίδια την ζωή. Κάθε επιλογή που κάνουμε στην ζωή και στο στοίχημα, εμπεριέχει –πολλές ή λίγες– πιθανότητες αστοχίας και απώλειας, κάτι που στον τομέα των οικονομικών μεταφράζεται σε απώλεια κεφαλαίου. Τι αντιπροσωπεύει όμως η έννοια του κεφαλαίου και τι μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες να το απωλέσουμε;
Το κεφάλαιο, αντιπροσωπεύει την συσσώρευση οικονομικής δύναμης και αποτελεί την παρακαταθήκη, που μας δίνει την δυνατότητα για να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας και να πραγματοποιούμε τις επιθυμίες μας. Το κεφάλαιο έχει ταυτιστεί στην κοινή αντίληψη με την συσσώρευση χρήματος, όμως κεφάλαιο αποτελεί το σύνολο των υλικών πραγμάτων που εμπεριέχουν ανταλλακτική αξία, ή αξία χρήσης. Όσον αφορά τον νομισματικό τομέα, κεφάλαιο αποτελεί και το 1 € και τα 1.000.000 €, αλλά όσο μεγαλύτερο είναι το χρηματικό μας κεφάλαιο, τόσο περισσότερες οικονομικές δυνατότητες μας παρέχει. Όμως με μια ορθολογική διαχείριση, ακόμη και το 1 € μπορεί να γίνει 1.000.000 €, ενώ με απερίσκεπτη διαχείριση το 1.000.000 € μπορεί να μηδενιστεί χωρίς να προλάβουμε να αντιληφθούμε το πως.
Ενώ λοιπόν το ρίσκο είναι αναπόφευκτο στις επιλογές μας, το να διακινδυνεύουμε αλόγιστα το κεφάλαιο μας, αγνοώντας το ρίσκο και τις πιθανότητες απωλειών, ισοδυναμεί με το να καταδικάζουμε εξ’ αρχής σε αποτυχία τον εαυτό μας. Αν ξοδεύουμε την κεφαλαιακή μας παρακαταθήκη σαν να μην υπάρχει αύριο, ή σαν να μην υπάρχει καμιά πιθανότητα αποτυχίας, το αύριο θα φτάσει κάποια στιγμή σε εμάς αλλά το κεφάλαιο μας θα έχει εξανεμιστεί. Είναι απαραίτητο λοιπόν να σεβόμαστε και να εκτιμούμε ανάλογα το κεφάλαιο μας, όσο μικρό ή όσο μεγάλο κι αν είναι.
Ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας λοιπόν, μακροχρόνιας επιτυχίας για τον παίχτη του στοιχήματος, είναι η ορθολογική διαχείριση του στοιχηματικού κεφαλαίου του. Όσο καλές εκτιμήσεις κι αν κάνει κάποιος παίχτης, κι όσο κι αν έχει την εύνοια της τύχης, όταν διαχειρίζεται ανορθολογικά και απερίσκεπτα το στοιχηματικό του κεφάλαιο, θα φτάσει κάποια στιγμή που αυτό θα εξανεμιστεί. Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν, ο αντικειμενικός σκοπός στο στοίχημα; Ο αντικειμενικός σκοπός για κάθε μεθοδικό παίχτη, δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ το να αυξάνει προοδευτικά το κεφάλαιο του και να κεφαλαιοποιεί σταδιακά το όποιο κέρδος του. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να έχει ένα σαφές πλάνο διαχείρισης κεφαλαίου και να το τηρεί πιστά σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Η διαχείριση κεφαλαίου χωρίζεται σε 2 βασικά σκέλη. Το πρώτο σκέλος, είναι η αναλογική σχέση κεφαλαίου και αποταμίευσης, ενώ το δεύτερο σκέλος αφορά την διασπορά του ρίσκου σε διάφορες επιλογές, ανάλογα με το δεδομένο ρίσκο που εμπεριέχουν αυτές οι επιλογές.
Το πρώτο σκέλος, έχει να κάνει με το μέγεθος της αποταμίευσης σε κάθε δεδομένη στιγμή, σε σχέση με το μέγεθος του κεφαλαίου που διαθέτουμε. Το μέγεθος της αποταμίευσης, διαμορφώνεται απ’ το συνολικό μέγεθος του κεφαλαίου που διαθέτουμε. Όσο μεγαλώνει το μέγεθος του κεφαλαίου μας, τόσο μεγαλώνει η αναλογία της κεφαλαιακής αποταμίευσης, κατ’ αντιστοιχία με τα ποσά που εκθέτουμε στο ρίσκο. Αν για παράδειγμα, το κεφάλαιο μας αποτελείται από μια μόνο νομισματική μονάδα, δηλαδή 1 €, φαίνεται λογικό να ρισκάρουμε ατόφιο το 100% του κεφαλαίου μας, εφόσον δεν έχουμε και πολλά να χάσουμε. Αν υποθέσουμε όμως, πως το μέγεθος του κεφαλαίου μας έχει φτάσει τις 1.000.000 μονάδες, δεν φαίνεται λογικό να εκθέσουμε στο ρίσκο και πάλι το 100% του κεφαλαίου, εφόσον σ’ αυτήν την περίπτωση η πιθανή απώλεια θα είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πρώτη. Ακόμη κι αν χάσουμε το 1 €, μπορούμε να το ξαναβρούμε πολύ εύκολα, ίσως ακόμη και τυχαία περπατώντας στον δρόμο, όμως 1.000.000 € δεν τα ξαναβρίσκουμε εύκολα.
Ξεκινάμε λοιπόν, έχοντας ως βάση την νομισματική μονάδα, που αποτελεί συνάμα και την πρωταρχική κεφαλαιακή μονάδα. Στην περίπτωση μας, πρωταρχική μονάδα είναι το 1 €. Όσον αφορά την διαχείριση του χρηματικού κεφαλαίου, ακολουθούμε μεθοδικά ένα δεκαδικό μοτίβο διαχείρισης. Σε κάθε δεδομένη στιγμή, ο στόχος μας πρέπει να είναι ο δεκαπλασιασμός της αρχικής, κεφαλαιακής μας μονάδας. Προοδευτικά, όταν καταφέρουμε να δεκαπλασιάσουμε την αρχική μας κεφαλαιακή μονάδα, αυξάνουμε το μέγεθος της αποταμίευσης, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (10%) επί του διαθέσιμου κεφαλαίου μας. Συνάμα, κάθε φορά που δεκαπλασιάζουμε την κεφαλαιακή μας μονάδα, αναθεωρούμε ως νέα κεφαλαιακή μας μονάδα, το δεκαπλάσιο της προηγούμενης.
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Έστω λοιπόν, πως το αρχικό μας κεφάλαιο για το στοίχημα είναι 1 €, όταν καταφέρουμε να το δεκαπλασιάσουμε, αυξάνοντας το σε 10 €, έχουμε φτάσει προοδευτικά στο σημείο όπου αποταμιεύουμε το 10% του κεφαλαίου (1 €) και συνεχίζουμε την διαδικασία, έχοντας πια ως νέα κεφαλαιακή μας μονάδα τα 10 €. Όταν καταφέρουμε να δεκαπλασιάσουμε τα 10 €, φτάνουμε δηλαδή προοδευτικά στα 100 €, προσθέτουμε ακόμη 10% στο υπάρχων ποσοστό αποταμίευσης, φτάνουμε δηλαδή στο 20% αποταμίευσης κεφαλαίου (20 €) και συνεχίζουμε έχοντας πια ως νέα κεφαλαιακή μας μονάδα τα 100 €. Όταν καταφέρουμε να δεκαπλασιάσουμε τα 100 €, φτάνουμε δηλαδή στο σημείο να κερδίζουμε προοδευτικά 1.000 €, έχουμε φτάσει ξανά στο σημείο, όπου προσθέτουμε ακόμη 10% στο ποσοστό αποταμίευσης, δηλαδή αποταμιεύουμε πλέον το 30% του κεφαλαίου (300 €) και συνεχίζουμε έχοντας ως νέα κεφαλαιακή μας μονάδα τα 1.000 €. Εφόσον καταφέρουμε να δεκαπλασιάσουμε και τα 1.000 €, φτάνουμε δηλαδή να κερδίζουμε προοδευτικά 10.000 €, έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο όπου αποταμιεύουμε το 40% του κεφαλαίου (4.000 €) και συνεχίζουμε έχοντας ως νέα κεφαλαιακή μας μονάδα τα 10.000 €. Η διαδικασία συνεχίζεται ούτω καθ’ εξής και όσο οι κεφαλαιακές μας μονάδες δεκαπλασιάζονται, προσθέτουμε 10% επιπλέον στο ποσοστό της αποταμίευσης μας. Προφανώς, σε περιόδους αρνητικών κερδών, αντιστρέφουμε ανάλογα την διαδικασία. Παρακάτω παρατίθεται ένας αναλυτικός πίνακας διαχείρισης κεφαλαίου, με τις αναλογίες της αποταμίευσης και των ποσών που μπορούμε να ρισκάρουμε σε κάθε δεδομένη στιγμή. Σ’ αυτόν παρατηρούμε, ότι καθώς το διαθέσιμο κεφάλαιο αυξάνεται προοδευτικά, αυξάνεται μεν το ποσό του στοιχηματισμού, αλλά συνάμα αυξάνεται και η αναλογία της αποταμίευσης επί του κεφαλαίου, κεφαλαιοποιώντας έτσι προοδευτικά τα όποια κέρδη.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Α/Α
ΚΕΦΑΛΑΙΟ

B E T

ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ

%
ΠΟΣΟ

1
1,00 €

100,0%
1,00 €

0,00 €
2
2,00 €

98,9%
2,00 €

0,00 €
3
3,00 €

97,8%
2,90 €

0,10 €
4
4,00 €

96,7%
3,90 €

0,10 €
5
5,00 €

95,6%
4,80 €

0,20 €
6
6,00 €

94,4%
5,70 €

0,30 €
7
7,00 €

93,3%
6,50 €

0,50 €
8
8,00 €

92,2%
7,40 €

0,60 €
9
9,00 €

91,1%
8,20 €

0,80 €
10
10,00 €

90,0%
9,00 €

1,00 €
11
20,00 €

88,9%
18,00 €

2,00 €
12
30,00 €

87,8%
26,00 €

4,00 €
13
40,00 €

86,7%
35,00 €

5,00 €
14
50,00 €

85,6%
43,00 €

7,00 €
15
60,00 €

84,4%
51,00 €

9,00 €
16
70,00 €

83,3%
58,00 €

12,00 €
17
80,00 €

82,2%
66,00 €

14,00 €
18
90,00 €

81,1%
73,00 €

17,00 €
19
100,00 €

80,0%
80,00 €

20,00 €
20
200,00 €

78,9%
160,00 €

40,00 €
21
300,00 €

77,8%
235,00 €

65,00 €
22
400,00 €

76,7%
305,00 €

95,00 €
23
500,00 €

75,6%
380,00 €

120,00 €
24
600,00 €

74,4%
445,00 €

155,00 €
25
700,00 €

73,3%
515,00 €

185,00 €
26
800,00 €

72,2%
580,00 €

220,00 €
27
900,00 €

71,1%
640,00 €

260,00 €
28
1.000,00 €

70,0%
700,00 €

300,00 €
29
2.000,00 €

68,9%
1.380,00 €

620,00 €
30
3.000,00 €

67,8%
2.035,00 €

965,00 €
31
4.000,00 €

66,7%
2.665,00 €

1.335,00 €
32
5.000,00 €

65,6%
3.280,00 €

1.720,00 €
33
6.000,00 €

64,4%
3.865,00 €

2.135,00 €
34
7.000,00 €

63,3%
4.435,00 €

2.565,00 €
35
8.000,00 €

62,2%
4.980,00 €

3.020,00 €
36
9.000,00 €

61,1%
5.500,00 €

3.500,00 €
37
10.000,00 €

60,0%
6.000,00 €

4.000,00 €
38
20.000,00 €

58,9%
11.800,00 €

8.200,00 €
39
30.000,00 €

57,8%
17.300,00 €

12.700,00 €
40
40.000,00 €

56,7%
22.700,00 €

17.300,00 €
41
50.000,00 €

55,6%
27.800,00 €

22.200,00 €
42
60.000,00 €

54,4%
32.700,00 €

27.300,00 €
43
70.000,00 €

53,3%
37.300,00 €

32.700,00 €
44
80.000,00 €

52,2%
41.800,00 €

38.200,00 €
45
90.000,00 €

51,1%
46.000,00 €

44.000,00 €
46
100.000,00 €

50,0%
50.000,00 €

50.000,00 €
47
200.000,00 €

48,9%
98.000,00 €

102.000,00 €
48
300.000,00 €

47,8%
143.000,00 €

157.000,00 €
49
400.000,00 €

46,7%
187.000,00 €

213.000,00 €
50
500.000,00 €

45,6%
228.000,00 €

272.000,00 €
51
600.000,00 €

44,4%
267.000,00 €

333.000,00 €
52
700.000,00 €

43,3%
303.000,00 €

397.000,00 €
53
800.000,00 €

42,2%
338.000,00 €

462.000,00 €
54
900.000,00 €

41,1%
370.000,00 €

530.000,00 €
55
1.000.000,00 €

40,0%
400.000,00 €

600.000,00 €
56
2.000.000,00 €

38,9%
780.000,00 €

1.220.000,00 €
57
3.000.000,00 €

37,8%
1.130.000,00 €

1.870.000,00 €
58
4.000.000,00 €

36,7%
1.470.000,00 €

2.530.000,00 €
59
5.000.000,00 €

35,6%
1.780.000,00 €

3.220.000,00 €
60
6.000.000,00 €

34,4%
2.070.000,00 €

3.930.000,00 €
61
7.000.000,00 €

33,3%
2.330.000,00 €

4.670.000,00 €
62
8.000.000,00 €

32,2%
2.580.000,00 €

5.420.000,00 €
63
9.000.000,00 €

31,1%
2.800.000,00 €

6.200.000,00 €
64
10.000.000,00 €

30,0%
3.000.000,00 €

7.000.000,00 €
65
20.000.000,00 €

28,9%
5.800.000,00 €

14.200.000,00 €
66
30.000.000,00 €

27,8%
8.300.000,00 €

21.700.000,00 €
67
40.000.000,00 €

26,7%
10.700.000,00 €

29.300.000,00 €
68
50.000.000,00 €

25,6%
12.800.000,00 €

37.200.000,00 €
69
60.000.000,00 €

24,4%
14.700.000,00 €

45.300.000,00 €
70
70.000.000,00 €

23,3%
16.300.000,00 €

53.700.000,00 €
71
80.000.000,00 €

22,2%
17.800.000,00 €

62.200.000,00 €
72
90.000.000,00 €

21,1%
19.000.000,00 €

71.000.000,00 €
73
100.000.000,00 €

20,0%
20.000.000,00 €

80.000.000,00 €
74
200.000.000,00 €

18,9%
37.800.000,00 €

162.200.000,00 €
75
300.000.000,00 €

17,8%
53.000.000,00 €

247.000.000,00 €
76
400.000.000,00 €

16,7%
67.000.000,00 €

333.000.000,00 €
77
500.000.000,00 €

15,6%
78.000.000,00 €

422.000.000,00 €
78
600.000.000,00 €

14,4%
87.000.000,00 €

513.000.000,00 €
79
700.000.000,00 €

13,3%
93.000.000,00 €

607.000.000,00 €
80
800.000.000,00 €

12,2%
98.000.000,00 €

702.000.000,00 €
81
900.000.000,00 €

11,1%
100.000.000,00 €

800.000.000,00 €
82
1.000.000.000,00 €

10,0%
100.000.000,00 €

900.000.000,00 €
83
2.000.000.000,00 €

9,7%
190.000.000,00 €

1.810.000.000,00 €
84
3.000.000.000,00 €

9,4%
280.000.000,00 €

2.720.000.000,00 €
85
4.000.000.000,00 €

9,2%
370.000.000,00 €

3.630.000.000,00 €
86
5.000.000.000,00 €

8,9%
440.000.000,00 €

4.560.000.000,00 €
87
6.000.000.000,00 €

8,6%
520.000.000,00 €

5.480.000.000,00 €
88
7.000.000.000,00 €

8,3%
580.000.000,00 €

6.420.000.000,00 €
89
8.000.000.000,00 €

8,1%
640.000.000,00 €

7.360.000.000,00 €
90
9.000.000.000,00 €

7,8%
700.000.000,00 €

8.300.000.000,00 €
91
10.000.000.000,00 €

7,5%
750.000.000,00 €

9.250.000.000,00 €
92
20.000.000.000,00 €

7,2%
1.440.000.000,00 €

18.560.000.000,00 €
93
30.000.000.000,00 €

6,9%
2.080.000.000,00 €

27.920.000.000,00 €
94
40.000.000.000,00 €

6,7%
2.670.000.000,00 €

37.330.000.000,00 €
95
50.000.000.000,00 €

6,4%
3.190.000.000,00 €

46.810.000.000,00 €
96
60.000.000.000,00 €

6,1%
3.670.000.000,00 €

56.330.000.000,00 €
97
70.000.000.000,00 €

5,8%
4.080.000.000,00 €

65.920.000.000,00 €
98
80.000.000.000,00 €

5,6%
4.440.000.000,00 €

75.560.000.000,00 €
99
90.000.000.000,00 €

5,3%
4.750.000.000,00 €

85.250.000.000,00 €
100
100.000.000.000,00 €

5,0%
5.000.000.000,00 €

95.000.000.000,00 €

Το δεύτερο σκέλος της διαχείρισης κεφαλαίου, έχει να κάνει με την αναλογία της διασποράς του ρίσκου, σε διάφορες στοιχηματικές επιλογές, δηλαδή με το ποσό που αναλογεί για στοιχηματισμό, σε κάθε δεδομένη επιλογή που εμπεριέχει ρίσκο. Πως μπορούμε να διασπείρουμε ορθολογικά το ρίσκο μας; Μήπως ποντάροντας ισόποσα και δίχως καμία διάκριση, σε όλες τις διαθέσιμες στοιχηματικές επιλογές; Όχι! Το ποσό που αναλογεί ξεχωριστά σε κάθε μας επιλογή, είναι ανάλογο με τις πιθανότητες επαλήθευσης που αποδίδουμε σ’ αυτήν. Αν υπήρχε κάποια επιλογή που να μας προσφέρει 100% πιθανότητες επαλήθευσης, δηλαδή την απόλυτη σιγουριά, τότε θα μπορούσαμε χωρίς ενδοιασμούς, να ποντάρουμε σ’ αυτήν ατόφιο το κεφάλαιο μας, καθώς δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως ρίσκο να το χάσουμε. Στο στοίχημα όμως –και γενικότερα στην ζωή–, δεν υπάρχει καμία εγγύηση 100% επιτυχίας, για καμία επιλογή. Αντίθετα, για κάθε δεδομένη επιλογή, υπάρχει αβεβαιότητα κι ένα ανάλογα μικρό ή μεγάλο ποσοστό αποτυχίας, δηλαδή ένα μικρό ή μεγάλο ρίσκο, γι’ αυτό άλλωστε, σε κάθε στοιχηματική επιλογή, αντιστοιχούν οι άλλοτε μεγάλες, κι οι άλλοτε μικρές αποδόσεις πιθανού κέρδους. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν είναι ορθολογικό να ποντάρουμε ισόποσα σε 5 διαφορετικές επιλογές, των οποίων οι θεωρητικές πιθανότητες επαλήθευσης διαφέρουν μεταξύ τους, π.χ. 80%, 60%, 50%, 40% και 30% πιθανότητες αντίστοιχα. Αντίθετα, όσο περισσότερες πιθανότητες επαλήθευσης προκύπτουν για μια επιλογή, αναλόγως μεγαλύτερο πρέπει να είναι και το ποσό που ποντάρουμε σ’ αυτό.
Όμως αυτό το κριτήριο, δεν καθορίζει από μόνο του τις αναλογίες για την ορθολογική διασπορά του ρίσκου. Κι αυτό, γιατί ακόμη κι αν ή δική μας κατανομή πιθανοτήτων στα διάφορα ενδεχόμενα, είναι απόλυτα σωστή, όταν οι αποδόσεις για την επαλήθευση τους είναι χαμηλότερες των πραγματικών τους πιθανοτήτων, τότε μακροπρόθεσμα θα βγούμε ζημιωμένοι. Ο παράγοντας λοιπόν, των θεωρητικών πιθανοτήτων επαλήθευσης μια επιλογής, συνδυάζεται πάντοτε με την απόδοση που αυτή μας προσφέρεται, δηλαδή κατά πόσο η προσφερόμενη απόδοση εμπεριέχει στοιχηματική αξία ή όχι, σε σχέση με τις πιθανότητες που εμείς της αποδίδουμε. Όσο μεγαλύτερη είναι η στοιχηματική αξία (value bet) μιας επιλογής, δηλαδή όσο θετικότερη απόδοση έχει, σε σχέση με τις πιθανότητες που της αποδίδουμε, αναλόγως μεγαλύτερο πρέπει να είναι και το ποσό που ποντάρουμε σ’ αυτήν. Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως έχουμε στην διάθεση μας 4 διαφορετικές επιλογές, για τις οποίες έχουμε υπολογίσει τις ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης, για παράδειγμα 55%. Η αντικειμενική απόδοση, που αντιστοιχεί στις 55% πιθανότητες, είναι 1,82 (1 ÷ 0,55), όμως αυτά τα 4 ενδεχόμενα, μας προσφέρονται απ’ τις στοιχηματικές εταιρίες με διαφορετικές αποδόσεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες της αντικειμενικής, π.χ. 2,00, 1,90, 1,80 και 1,60. Σ’ αυτήν την περίπτωση, απ’ την μια είναι ζημιογόνο το ποντάρισμα στα ενδεχόμενα που προσφέρονται με μικρότερη απόδοση της πραγματικής τους αξίας, οπότε η επιλογή τους πρέπει να απορριφθεί, ενώ απ’ την άλλη όσο μεγαλύτερη απόδοση έχει ένα σημείο με τις ίδιες πιθανότητες, τόσο μεγαλύτερη είναι η στοιχηματική του αξία (value bet), οπότε αντίστοιχα μεγαλύτερο πρέπει να είναι και το ποσό πονταρίσματος που αναλογεί σ’ αυτό, σε αντιπαράθεση με τα υπόλοιπα.
Υπάρχει κάποια μέθοδος υπολογισμού, για να βρούμε την αναλογία και τα ποσά της διασποράς του ρίσκου σε διάφορες επιλογές; Ασφαλώς και υπάρχει. Μία πολύ γνωστή μέθοδος υπολογισμού, είναι το κριτήριο Kelly, ένας μαθηματικός τύπος που μας υποδεικνύει το ποσοστό του bet σε σχέση με τις πιθανότητες επαλήθευσης και την απόδοση της επιλογής μας. Εδώ τώρα θα παρουσιαστεί, μια παρεμφερής μέθοδος υπολογισμού, που θα την ονομάσουμε κριτήριο Α.Κ., το οποίο επίσης λαμβάνει υπόψιν τις πιθανότητες επαλήθευσης και την απόδοση της επιλογής μας. Ο υπολογιστικός τύπος του κριτηρίου Α.Κ., που εφαρμόζεται ώστε να μας υποδείξει το ορθολογικό ποσό στοιχηματισμού, για κάθε δεδομένη μας επιλογή, είναι ο ακόλουθοςΣ = [Π + {(Π × Α)² × (1-Π²)}] × {Κ ÷ (Δ × (1-Π)}
Σ = Το ποσό στοιχηματισμού για την επιλογή μας.
Π = Οι πιθανότητες επαλήθευσης που υπολογίσαμε για την επιλογή μας.
Α = Η προσφερόμενη απόδοση για την επιλογή μας.
Κ = Το ποσό του διαθέσιμου για στοιχηματισμό κεφαλαίου.
Δ = Ο αριθμός στοιχημάτων που θα διασπείρουμε το ρίσκο. Ο αριθμός των στοιχημάτων, καθορίζεται από εμάς και το κεφάλαιο που διαθέτουμε προς στοιχηματισμό, συνιστάται όμως να είναι τουλάχιστον 100, εφόσον το κεφάλαιο μας μπορεί να καλύψει τόσα στοιχήματα.
Ας παραθέσουμε ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε καλύτερα την συγκεκριμένη μεθοδολογία διαχείρισης του στοιχηματικού μας (και όχι μόνο) κεφαλαίου. Έστω πως έχουμε στοιχηματικό κεφάλαιο 100 €. Παραπάνω είδαμε πως έχοντας κεφάλαιο 100 €, θα πρέπει να αποταμιεύσουμε το 20% από αυτό. Αυτό σημαίνει πως μας απομένουν 80 € διαθέσιμο κεφάλαιο για να στοιχηματίσουμε σε διάφορες επιλογές. Για τις ανάγκες του παραδείγματος μας, έστω πως έχουμε στην διάθεση μας 5 στοιχηματικές προσφορές, στις οποίες σκεφτόμαστε να ποντάρουμε. Έχουμε λοιπόν στην διάθεση μας, την 1η επιλογή για την οποία υπολογίσαμε 85% πιθανότητες και μας προσφέρεται με απόδοση 1,40, την 2η επιλογή για την οποία υπολογίσαμε 60% πιθανότητες και μας προσφέρεται με απόδοση 1,70, την 3η επιλογή για την οποία υπολογίσαμε 50% πιθανότητες και μας προσφέρεται με απόδοση 2,10, την 4η επιλογή για την οποία υπολογίσαμε 45% πιθανότητες και μας προσφέρεται με απόδοση 2,15 και την 5η επιλογή για την οποία υπολογίσαμε 40% πιθανότητες και μας προσφέρεται με απόδοση 2,80.
Με βάση αυτά τα δεδομένα προκύπτουν τα ποσά στοιχηματισμού για όλες τις διαθέσιμες επιλογές:

1η επιλογή ► [0,85 + {(0,85 × 1,40)² × (1 - 0,85²)}] × [80 ÷ {100 × (1 - 0,85)}] = 4,93 €

2η επιλογή ► [0,60 + {(0,60 × 1,70)² × (1 - 0,60²)}] × [80 ÷ {100 × (1 - 0,60)}] = 1,72 €

3η επιλογή ► [0,50 + + {(0,50 × 2,10)² × (1 - 0,50²)}] × [80 ÷ {100 × (1 - 0,50)}] = 1,57 €

4η επιλογή ► [0,45 + {(0,45 × 2,15)² × (1 - 0,45²)}] × [80 ÷ {100 × (1 - 0,45)}] = 1,25 €

5η επιλογή ► [0,40 + {(0,40 × 2,80)² × (1 - 0,40²)}] × [80 ÷ {100 × (1 - 0,40)}] = 1,57
Φυσικά για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η διαχείριση κεφαλαίου, χρειάζεται να έχουμε ένα ποσοστό επαλήθευσης για τις επιλογές μας, τουλάχιστον ανάλογο ή μεγαλύτερο από τις πιθανότητες που υπολογίζουμε και αυτό να καλύπτεται από τις προσφερόμενες αποδόσεις των σημείων. Αν στο σύνολο τους οι επαληθευμένες επιλογές μας δεν καλύπτονται από τις αποδόσεις των κερδών τους, τότε στο συνολικό μας τζίρο θα καταγράφουμε ζημίες αντί για κέρδη. Οπότε είναι πάντοτε προτιμητέο, ανάλογα με τις περιστάσεις, με τις διαθέσιμες επιλογές και με την κρίση μας, να προτιμούμε σημεία με αυξημένη στοιχηματική αξία (value bet) και να απορρίπτουμε σημεία με αρνητική αξία, ούτως ώστε να υπερνικούμε και την γκανιότα της εκάστοτε στοιχηματικής εταιρίας.
Μπορούμε να εφαρμόσουμε πολύ εύκολα αυτό το μοντέλο διαχείρισης κεφαλαίου, δημιουργώντας ένα υπολογιστικό αρχείο στον υπολογιστή μας. Σε αυτό το αρχείο μπορούμε να αντιγράψουμε κατ’ αρχήν τον πίνακα διαχείρισης κεφαλαίου, για γνωρίζουμε την απαιτούμενη αποταμίευση σε κάθε δεδομένη στιγμή ανάλογα με το κεφάλαιο μας. Έπειτα μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν νέο πίνακα για τις στοιχηματικές μας επιλογές, καταχωρώντας σε αυτόν τις μαθηματικές συναρτήσεις που παρατέθηκαν εδώ, ώστε να γνωρίζουμε τι ποσό να ποντάρουμε σε κάθε μας στοιχηματική επιλογή. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουμε στα χέρια μας ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για να διαχειριστούμε αποτελεσματικά το στοιχηματικό μας κεφάλαιο και για να το βλέπουμε να μεγαλώνει προοδευτικά.
Η επιτυχία στο στοίχημα, είναι κατά βάση μια συνάρτηση ορθολογισμού και μεθοδικότητας. Εφαρμόζοντας με συνέπεια αυτά που έμαθες, μπορείς να είσαι βέβαιος και για την δική σου επιτυχία.


Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *